- εταιρόσυνος
- ἑταιρόσυνος, -η, -ον (Α)φίλος, φιλικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < εταίρος + -οσυνος (πρβλ. χαρμ-όσυνος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑταιρόσυνος — friendly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιροσύνην — ἑταιρόσυνος friendly fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εταίρος — ο, θηλ. εταίρα (ΑΜ ἑταῑρος, θηλ. ἑταίρα, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. ἕταρος, θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη) 1. ο σύντροφος, ο φίλος 2. ο συνεταίρος 3. μέλος πολιτικού συλλόγου ή φατρίας 4. θηλ. η εταίρα πόρνη νεοελλ. (νομ.) αυτός που μετέχει… … Dictionary of Greek